- κάθαλος
- κάθαλος, -ον (Α)1. πολύ αλατισμένος, βουτηγμένος στ' αλάτι2. (ως κωμ. έκφρ.) ο μάγειρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -άλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. ἄν-αλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάθαλος — full of salt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθαλον — κάθαλος full of salt masc/fem acc sg κάθαλος full of salt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάλου — κάθαλος full of salt masc/fem/neut gen sg καθά̱λου , καθάλλομαι leap down aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) καθάλλομαι leap down aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθαλα — κάθαλος full of salt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)